κρινέλαιον

κρινέλαιον
κριν-έλαιον, τό, Lilienöl

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρινέλαιον — κρινέλαιον, τὸ (Μ) έλαιο που εξάγεται από κρίνα …   Dictionary of Greek

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”